- μικρογράμματος
- -η, -οαυτός που είναι γραμμένος με μικρά γράμματα: Μικρογράμματη γραφή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μικρογράμματος — η, ο 1. γραμμένος με μικρά, πεζά γράμματα («μικρογράμματη γραφή» γραφή με πεζά γράμματα, σε αντιδιαστολή προς τη μεγαλογράμματη). [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + γράμμα, ατος (πρβλ. μεγαλο γράμματος). Η λ. μαρτυρείται από το 1865 στον Σ.Α. Κουμανούδη] … Dictionary of Greek
μικρ(ο)- — (ΑΜ μικρ[ο]) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. λιγο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. μικρός*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημ. τού β συνθετικού, ενώ χρησιμοποιείται και για να προσδώσει μειωτική σημ. στο β συνθετικό (πρβλ.… … Dictionary of Greek